σπηλαΐτης

σπηλαΐτης
σπηλᾱΐτης [ῑ], ου, ,
A worshipped in grottos, of certain gods, Paus. 10.32.5.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σπηλαΐτης — ὁ, Α (επίθ. διαφόρων θεοτήτων) αυτός που λατρεύεται μέσα στα σπήλαια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπήλαιον + κατάλ. ίτης (πρβλ. θαλασσ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • σπηλαῖται — σπηλαίτης worshipped in grottos masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”