Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σπηλαΐτης — ὁ, Α (επίθ. διαφόρων θεοτήτων) αυτός που λατρεύεται μέσα στα σπήλαια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπήλαιον + κατάλ. ίτης (πρβλ. θαλασσ ίτης)] … Dictionary of Greek
σπηλαῖται — σπηλαίτης worshipped in grottos masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)